- αμύσσω
- ἀμύσσω και -ττω (Α)1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει5. Ιατρ. χαράζω, τέμνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυχ-jω. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. να σχετίζεται με το λατ. mucrō «κοφτερή αιχμή, ξίφος» (< επίθ: ΙΕ *mukros «οξύς, μυτερός, σουβλερός») και το λιθουαν. mušti «κτυπώ».ΠΑΡ. αμυχή αρχ. ἄμυγμα, ἀμυγμός, ἀμύξ, ἄμυξις, ἀμυντικός, ἀμυχμός.ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπισκαφδαμύσσω, καρδαμύσσω, καταμύσσω, παραμύσσω, προσαμύσσω, σκαρδαμύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.